Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὀπτασίαν, τὴν


Ερμηνεία:

 [ἡ ὀπτασία] [όραμα, ένα κατά φαντασίαν όραμα, όραμα σε στιγμή έκστασης]



Ετυμολογία:

< Καινή Διαθήκη:. 4 φορές (Λουκ., Πραξ. Αποστ., 2η επιστ. Παύλου προς Κορινθίους)< ορώ (βλέπω) < οπτάζομαι < η οπτασία (ο οραματισμός)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…. ... φαντάζετο μυδρς μίαν εκόναμίαν πτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον…Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: